check in



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
check in vi phrasal (register: at hotel, etc.)κάνω τσεκ ιν περίφρ
  (πιο απλά)μπαίνω ρ αμ
 What time may we check in to our hotel room?
 Τι ώρα μπορούμε μπούμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας;
check [sth] in,
check in [sth]
vtr phrasal sep
(luggage: register)κάνω check-in έκφρ
  (τη βαλίτσα)δίνω στο check-in, περνάω από το check-in περίφρ
  (πιο απλά)δίνω, περνάω ρ μ
  (ανεπίσημο)τσεκάρω ρ μ
 At the airport, I checked in my bags at the desk and was given my boarding pass.
check in vi phrasal figurative, informal (make contact, compare notes) (ένα θέμα, ένα έργο)το κοιτάζω, το βλέπω έκφρ
  (επικοινωνία)τα λέμε έκφρ
 Let's check in tomorrow morning and see how you're doing with this task.
 Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία.
check in with [sb] vi phrasal + prep figurative, informal (make contact, compare notes)επικοινωνώ με κπ ρ αμ + πρόθ
 While Steve was working off site, his boss checked in with him once a day by email.
check-in n (registration process)check-in ουσ ουδ άκλ
 Check-in for our flight closes at 15:30.
 Το check-in για την πτήση μας κλείνει στις 15:30.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
check-in clerk n US (airport worker)υπάλληλος στο τσεκ ιν φρ ως ουσ αρσ/θηλ
check-in desk n (at hotel, etc.: reception)χώρος υποδοχής ουσ αρσ
  ρεσεψιόν ουσ θηλ
hold [sth] in check v expr (control, restrain)ελέγχω, περιορίζω ρ μ
  κρατάω κτ υπό έλεγχο περίφρ
  (καθομιλουμένη)κοντρολάρω ρ μ
  (επίσημο, λόγιος)χαλιναγωγώ ρ μ
 He had to hold his anger in check when his son wrecked the car.
in check adv (controlled, under restraint)υπό έλεγχο έκφρ
 There are children playing in this park, so please ensure that your dog is in check.
keep [sth] in check v expr (control)ελέγχω, συγκρατώ ρ μ
  έχω υπό έλεγχο περίφρ
 The European Central Bank has kept inflation in check.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'check in' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση check in στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «check in».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!